ἀναμεμιγμένα

ἀναμεμιγμένα
ἀναμίγνυμι
mix up
perf part mp neut nom/voc/acc pl
ἀναμεμιγμένᾱ , ἀναμίγνυμι
mix up
perf part mp fem nom/voc/acc dual
ἀναμεμιγμένᾱ , ἀναμίγνυμι
mix up
perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)
ἀναμεμῑγμένα , ἀναμίγνυμι
mix up
perf part mp neut nom/voc/acc pl
ἀναμεμῑγμένᾱ , ἀναμίγνυμι
mix up
perf part mp fem nom/voc/acc dual
ἀναμεμῑγμένᾱ , ἀναμίγνυμι
mix up
perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)
ἀναμεμῑγμένα , ἀναμίγνυμι
mix up
perf part mp neut nom/voc/acc pl
ἀναμεμῑγμένᾱ , ἀναμίγνυμι
mix up
perf part mp fem nom/voc/acc dual
ἀναμεμῑγμένᾱ , ἀναμίγνυμι
mix up
perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀναμεμιγμένας — ἀναμεμιγμένᾱς , ἀναμίγνυμι mix up perf part mp fem acc pl ἀναμεμιγμένᾱς , ἀναμίγνυμι mix up perf part mp fem gen sg (doric aeolic) ἀναμεμῑγμένᾱς , ἀναμίγνυμι mix up perf part mp fem acc pl ἀναμεμῑγμένᾱς , ἀναμίγνυμι mix up perf part mp fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηθμός — ο (AM ἠθμός, Α αττ. τ. ἡθμός) νεοελλ. 1. κάθε μέσον που χρησιμοποιείται για διήθηση, για στράγγισμα, για σούρωμα, διυλιστήριο, στραγγιστήρι, σουρωτήρι, φίλτρο 2. χημ. πορώδες σώμα διά μέσου τού οποίου διαβιβάζεται ένα ρευστό, προκειμένου να… …   Dictionary of Greek

  • κεράς — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

  • κεραστικός — κεραστικός, ή, όν (Α) [κεραστής] αυτός που χρησιμεύει ως ποτό για κέρασμα. επίρρ... κεραστικῶς αναμεμιγμένα …   Dictionary of Greek

  • μεταμίξ — (Α) επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) αναμεμιγμένα, ανάμικτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + μίξ (< μίγνυμι), πρβλ. ανα μίξ, επι μίξ] …   Dictionary of Greek

  • μικτός — και μεικτός, ή, ό (ΑΜ μεικτός και μικτός, ή, όν) [μίγνυμι] αυτός που αποτελείται από διάφορα και διαφορετικής φύσεως στοιχεία, αναμεμιγμένος, σύμμικτος, ανάμικτος, σύνθετος νεοελλ. φρ. α) «μικτή γλώσσα» γλώσσα ανάμικτη με στοιχεία δημοτικής και… …   Dictionary of Greek

  • μονοκαύσιμο — το αστροναυτ. καύσιμο τού οποίου τα δύο συστατικά, δηλ. κυρίως καύσιμο υλικό και οξειδωτής που προκαλεί την καύση, είναι αναμεμιγμένα σε μία και μόνη στερεά μάζα ή, αν είναι υγρά, μέσα στο ίδιο δοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια ως προς το α συνθετικό λ …   Dictionary of Greek

  • οπτόπλινθος — η τεχνολ. τεχνητό δομικό υλικό που κατασκευάζεται, συνήθως σε σχήμα ορθογώνιου παραλληλεπιπέδου, με αργιλοχώματα αναμεμιγμένα με μικρές ποσότητες άμμου σε νερό και που μετά τη μορφοποίησή του αποξηραίνεται στον αέρα και, τέλος, ψήνεται σε… …   Dictionary of Greek

  • παραμίξ — Α επίρρ. αναμεμιγμένα ή συγκεχυμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μιξ (< μ(ε)ίγνυμι), πρβλ. ανα μίξ] …   Dictionary of Greek

  • ἀναμεμιγμέναι — ἀναμίγνυμι mix up perf part mp fem nom/voc pl ἀναμεμιγμένᾱͅ , ἀναμίγνυμι mix up perf part mp fem dat sg (doric aeolic) ἀναμεμῑγμέναι , ἀναμίγνυμι mix up perf part mp fem nom/voc pl ἀναμεμῑγμένᾱͅ , ἀναμίγνυμι mix up perf part mp fem dat sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”